Новогреческий словарь
αξεδίψαστα
αξεδίψαστα
жадно, ненасытно
;
πίνω ~ — с жадностью пить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жадно
? —
αξεδίψαστα
как на
(ново)греческом
будет слово
ненасытно
? —
αξεδίψαστα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αξεδίψαστα
? — жадно, ненасытно
#
(ново)греческий словарь
—
ξεγαντζώνομαι
—
κοσμοσυρροή
—
ασύμπιστος
—
φορεματάκι
—
ιστιοφόρο
—
ξεφαντωτής
—
αδίψαστος
—
κατσαρόλα
—
εκεράσθην
—
εξάχρονο
—
αγοραφοβικός
—
διπλοβαρής
—
μακρολογώ
—
αριθμογράφος
—
αμνησιακός
—
χαρτονόμισμα
—
γκρινιάρικος
—
απροσχημάτιστος
—
θερμογράφος
—
λακωνισμός
—
χτίση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве