|
το старый холостяк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старый холостяк? — γεροντοπαλλήκαρο как с (ново)греческого переводится слово γεροντοπαλλήκαρο? — старый холостяк — αναπαυτήριο — ταιριαστός — οξύτητα — αργυροχοΐα — καθαρογράφω — επικάμπτω — φίλος — υψομετρικά — καλοδιοικούμενος — κάλτσα — φρεναπάτη — φταίω — ακαύχητος — εξωφρενών — σησαμόπολτος — κουταμάρα — καθίσταμαι — αλυσοπρίονο — φροντίζω — φωτοτροπισμός — ενδεκάς |
|||