|
пограничный; οι ~οι πληθυσμοί — население пограничных районов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пограничный? — παραμεθόριος как с (ново)греческого переводится слово παραμεθόριος? — пограничный — σπηλαιώδης — αιματοκυλώ — ανατολικός — έδωκα — τείχισμα — γαζέπι — σκανδαλιάρης — θαλασσίλά — επιεικές — σπαρτικός — αραποσυκιά — ελεφαντοειδής — ευμάλακτος — επίκλειστρον — θυμίζω — φλεβίτιδα — πονεντογάρμπης — απέσω — ωστήρας — οίκτος — επιπλωμένος |
|||