|
перевоплощаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перевоплощаться? — μετενσαρκώνομαι как с (ново)греческого переводится слово μετενσαρκώνομαι? — перевоплощаться — ηλιοφωτόμετρο — ομιλητής — ειλικρινά — πεσσιμιστικός — μποτσάρω — ξεροκέφαλος — πανί — τέως — ανενδεής — ηλιοβούτημα — αφθαρσία — πλινθοδομία — λύσσιασμα — ανέγγιαχτος — τελωνίζω — αχάραγα — ασύμπονος — γεραίρω — δίφορος — πάραυτα — αθυμιάτιστος |
|||