|
старомодный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιομοδίτικος? — — εγκαρσίως — μαρμαράς — ακέρατος — ισχνότητα — λεξιλογικός — χονδρικός — κιβώριο — υπέρτερος — γιορτάζω — αξεχώριστος — στέλλω — ασυσσώρευτος — πρόστυχη — μνημονική — σπινθηροψία — μικράτα — πλέω — αίτηση — επαρχιώτης — πολεμική — ολιγοτεκνία |
|||