|
ο батрак(__,__) работающий на полях #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово батрак, работающий на полях? — εξωμάχος как с (ново)греческого переводится слово εξωμάχος? — батрак, работающий на полях — αλληλόφιλος — θεμελίωση — ροογράφος — διάξηρος — επιδιδυμίς — ουραίο — θαοματουργός — κομπορρημοσύνη — διαλύτης — απολιθώνομαι — έκχυσις — εξοπλιστικός — μήτηρ — έκρυθμος — κατασπάνω — οκτάστιχο — πολυπόθητος — στρογγυλότητα — πλοϊκός — καταφύγιο — ραφανίδα |
|||