|
η карманная плевательница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карманная плевательница? — πτυελίστρα как с (ново)греческого переводится слово πτυελίστρα? — карманная плевательница — αλιβάνιστος — γλυκαισθησία — χούφταλο — κώνωψ — φιλόδοξος — δεσμοφύλακας — Ινδοκινέζος — ακληρία — πατριαρχείο — πολυθεΐα — φραγκόκοττα — πανσέληνος — ετεροειδής — απολύμανση — απόγαιος — κατσιποδιάζω — φόνισσα — επαυχένιος — υπερθρασύνομαι — κρεμάμενος — λειομύωμα |
|||