Новогреческий словарь
αυτονομίστρια
αυτονομίστρια
η
сторонница автономии
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сторонница автономии
? —
αυτονομίστρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτονομίστρια
? — сторонница автономии
#
(ново)греческий словарь
—
εικοσάχρονος
—
επιδημώ
—
εικοσιπενταράκι
—
άθελα
—
ασυνέχεια
—
διάστερος
—
ευσταλής
—
σκληρυμμένος
—
κεραμιδαριό
—
μισθώνω
—
τεχνουργικός
—
διαπλάθω
—
μετουσίωση
—
υποσυνείδητο
—
ακροθαλασσίτης
—
τελειοποίηση
—
ισόρροπος
—
μακρονός
—
στερεοποιώ
—
σκούρος
—
πρωτοπρεσβύτερος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве