|
ο земледелец, крестьянин; η γή στούς ~ές της! — [phrase]земля - крестьянам![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово земледелец? — καλλιεργητής как на (ново)греческом будет слово крестьянин? — καλλιεργητής как с (ново)греческого переводится слово καλλιεργητής? — земледелец, крестьянин — υπανδρεύομαι — κλίβανιο — αποτάσσω — κοιλιόδουλος — συγχωρήσιμος — περιστεριδεύς — διαγγελία — γυναικόδουλος — βάϊα — ευρέτης — οικονομολογικός — προανάφλεξη — αγγειόσπερμα — χρηματοδότρια — φαναρτζοδουλειά — βδομαδιάτικος — προπηλακιστής — μαγνητιστής — άπειρος — εικοσαήμερο — αστοιχείωτος |
|||