|
το мед. стеноз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стеноз? — στένωμα как с (ново)греческого переводится слово στένωμα? — стеноз — κατηφεδένιος — φωνηεντόληκτος — αξιωμένος — αναγορεύομαι διδάκτωρ — κοτυληδών — συζήτημα — πρόπτωση — ιπταμαι — τίποτα — παραταίρι — βροχόνερο — εκπαίδευση — χνούδιασμα — καλυτέρευση — φαρμάκι — όχι — κομιτατζής — σκοπιωρός — ειρμός — διαβεβαίωση — λογικότητα |
|||