Новогреческий словарь
νεωδόχος
νεωδόχ|ος
ο
док
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
док
? —
νεωδόχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεωδόχος
? — док
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιοκαταληξία
—
συρικτός
—
κωλομέρι
—
όλβιος
—
περατζάδα
—
συνθλίβω
—
υπόκειμαι
—
σιμούν
—
κλεινός
—
σφαγιασμός
—
μορεών
—
τρίαρχος
—
αποδίδουσα
—
ωρολόϊ
—
οινοειδής
—
ασαστος
—
βασανίζω
—
αποδύομαι
—
νεφέλη
—
ψώλα
—
συμμετρικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,