Новогреческий словарь
ναυτίση
ναυτίση
η 1)
морская болезнь
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морская болезнь
? —
ναυτίση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναυτίση
? — морская болезнь
#
(ново)греческий словарь
—
λαλίστατος
—
φώς
—
δανειστής
—
ακράδαντα
—
οροδιδακτικός
—
πολυβολών
—
πάστωμα
—
μικροβιοθεραπευτική
—
κοντόκορμος
—
γιουχάϊσμα
—
απελατίκι
—
γιουρουστίζω
—
κατάρρευση
—
ανελεήτως
—
υπτίως
—
προκαταβολή
—
κουκουνάρι
—
στενάχωρος
—
ελευθεριάζων
—
γουρουνόμαντρα
—
προσδοκώμενο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве