|
ο в разн. знач. монополист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монополист? — μονοπωλιστής как с (ново)греческого переводится слово μονοπωλιστής? — монополист — τριετία — χόρτασμα — νάρθηκας — αιφνιδιασμός — μεσοκαιρίτισσα — εφάπαξ — παραχωρητήριο — χελιδόνιον — βροχοπιάνω — λεπίδι — τρέχων — παντοειδής — κρυολόγημα — νεφελοσκεπής — λουκούμι — ασωτεύω — αρμάζω — άφτιαγος — στραπατσάρης — ανεμόκουνι — τρισέγγονος |
|||