Новогреческий словарь
μονοπωλιστής
μονοπωλιστ|ής
ο в разн. знач.
монополист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монополист
? —
μονοπωλιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοπωλιστής
? — монополист
#
(ново)греческий словарь
—
αποικοδομήσιμος
—
ξεσκάλισμα
—
διίσμός
—
οφθαλμοπορνεία
—
δεκάτισμα
—
σαρμάκο
—
τεστ
—
παγίς
—
θηλυπρεπής
—
ειδωλολάτρισσα
—
εκμηδενιστικός
—
ενδοκάρδιον
—
αγοροκόριτσο
—
υπερχρεώνω
—
Ολύμπια
—
ανθιβόλιο
—
χρηματιστήριο
—
πρόπτυξη
—
επανδρώνω
—
καλαναρχίζω
—
ξαρματωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве