|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουμαντέρνω? — — ανθοβόληση — αμφιετής — κομμώτρια — απολυμαντικός — φορτέτσα — μαντατευτής — πινακίδιο — λιεργάτης — ισοψηφώ — παφλασμός — κεραμέας — ρυθμολογία — εργοτισμός — δορυκτήτωρας — μακρόθεν — φασκιωμένος — αλληλοσπαράσσομαι — άβαθος — μητρότητα — λαρυγγολόγος — Εσμεράλδα |
|||