Новогреческий словарь
αγιωτικά
αγιωτικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιωτικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γόγγρος
—
αγαλακτία
—
χυδαιοποιώ
—
αρχοντόπουλος
—
διηγητής
—
αποδεδειγμένος
—
τρισχιλιετής
—
ανοιγμένος
—
εργατοκρατία
—
χάροντας
—
πλουτοφόρος
—
βάδην
—
φερετροποιεία
—
σχιστώδης
—
ζάφτω
—
ρεβιθιά
—
φυλογενετικός
—
αποθήκευτρα
—
κομπωτής
—
βουτυροειδής
—
χαλαζόπτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве