|
το марка (денежная единица Германии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марка? — μάρκο как с (ново)греческого переводится слово μάρκο? — марка — ελληνίστρια — βομβακιάζω — κύρος — κόσσυφος — άβυθος — αρπίστας — αρτιμέλεια — λεπτομερής — ρουφηχτός — διηνεκής — ομήγυρη — τραυματισμός — συμβατικός — τρακτερωτός — κεντημένος — αβροέπεια — απαρακώλυτος — αλέπτυντος — ορθοδοξώ — αμφιετηρίς — ξεφυτρώνω |
|||