|
αόρ. от λέγομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερρήθην? — — αιτιατική — ενόσω — εντοσούτω — στρόφιγξ — ζαλικώνω — χτυποβρόντημα — εισαγωγικός — νεραντζάκι — εισαγγελικός — μπιστικός — εμβολίαση — μαδερι — καταστρέφομαι — παρεκτείνω — λιγόθυμος — πολύστηλος — τηρώ — αστραποβολώ — μπαίγνιο — ριψοκίνδυνος — βεργοστέφανο |
|||