|
η физ. полупериод; ~ ζωής — период полураспада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полупериод? — ημιπερίοδος как с (ново)греческого переводится слово ημιπερίοδος? — полупериод — ταβερνόβιος — εθνόσημο — τούρτα — μικροσεισμοί — σκοταδιστικός — βαροθερμόμετρο — αβρός — συμπλέω — γαλακτόχρους — σταλαμίδα — μπατανόβουρτσα — ρατσίστρια — ντοκουμέντο — σιχασιάρικος — προσκυνητής — αγόρα — υπνώττω — σπιτικό — σταθήτε — κειμηλιάρχης — βερβέλι |
|||