|
1) признаваться (в чём-л.); ~ούμαι τήν αγάπη μου — объясняться в любви; 2) исповедоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово признаваться? — εξομολογιέμαι как на (ново)греческом будет слово исповедоваться? — εξομολογιέμαι как с (ново)греческого переводится слово εξομολογιέμαι? — признаваться, исповедоваться — ομοιοπολικός — ασφαλιστής — κλιμένος — βατήρας — υπομνηματισμός — περιφρονήτρια — ποντικομαμή — οπισθοδρομικός — καταπιεστικά — ασχολίαστος — αποκοιμούμαι — δεκαεξαετία — εξυψώνω — χρησμοδότις — φινέτσα — κεραύνωση — αχώριστος — ευκολομάθητος — υπογονιμότητα — αποθαμβώνω — αμετακόμιστος |
|||