|
1) гладкий, скользкий; 2) скользящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гладкий? — γλιστερός как на (ново)греческом будет слово скользкий? — γλιστερός как на (ново)греческом будет слово скользящий? — γλιστερός как с (ново)греческого переводится слово γλιστερός? — гладкий, скользкий, скользящий — αραβοποίκιλμα — σώβρακο — αναβιβασμός — ευτυχία — απρογύμναστος — πυκνοφυτευμένος — καρμίρω — ελοχαρής — σπηλαιολογία — αναγκαστικός — αναγουλιαστικός — άναρθρα — συγχρονία — προϊστορικά — ανεκπαίδευτος — καρδιά — γυροβολιάζω — ανεπαίσθητος — πρωτοπορειακός — τομέας — μυστικός |
|||