πυροβολικός

формы словаβ
πυροβολικός
огнестрельный;
          ~α όπλα — огнестрельное оружие;
          τραύμα από ~ο όπλο — огнестрельная рана;
          σκοτώνω μέ ~ο όπλο — застрелить



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово огнестрельный? — πυροβολικός
как с (ново)греческого переводится слово πυροβολικός? — огнестрельный


αντιγραφέας'λιοκαμένοςαντιληπτικάδευτεροπαντρεύομαιμυθώδηςέχθρηταδρομόνιδιέλευσηδιχτάκισταδιομέτρησηταρίφαχοντρομυτηςχορτονομήξεκάρφωτοςαλατώδηςστουρναρόπετραπεριμαζώνωσοϊλήδικοςμπουνταλούλιβαδερόχέζου




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit