|
вогнутый с одной стороны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вогнутый с одной стороны? — ετερόκοιλος как с (ново)греческого переводится слово ετερόκοιλος? — вогнутый с одной стороны — διαφανοσκόπία — γελάκι — αντενοκατάρτι — πούστης — σπηλαιολογία — ζακτό — μονογενής — δεντροκομία — πυρείο — Εσπερία — τσουράπω — έμπυος — σανσκριτικός — γίγλα — ενούρηση — αποφύλλισμός — χλωρυδρικός — πείσμα — γκιάω — εστίαση — ξεπικρίζω |
|||