Новогреческий словарь
χιλωτήρ
χιλωτήρ
(-ήρος) ο
торба, мешок с кормом
(οдеваемый на морду животного)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торба
? —
χιλωτήρ
как на
(ново)греческом
будет слово
мешок с кормом
? —
χιλωτήρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
χιλωτήρ
? — торба, мешок с кормом
#
(ново)греческий словарь
—
ακτινογραφικός
—
συμβιβάστρια
—
οιστρογονοθεραπεία
—
ομοιομορφία
—
βαπορίσιος
—
φορτωτήρας
—
εύγραμμος
—
αλαφρόμυαλος
—
πανέμορφος
—
αμετάβατος
—
κανταδόρικος
—
τροφοδοσία
—
εξωνημένος
—
απόγραφος
—
φουρνέλλο
—
ομόδικος
—
ρωγαλίδα
—
εκτορεύς
—
αγροικιστά
—
εντομοθήρας
—
παραξηλώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω