|
η выслеживание (кого-л.); слежка (за кем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выслеживание? — φέρμα как на (ново)греческом будет слово слежка? — φέρμα как с (ново)греческого переводится слово φέρμα? — выслеживание, слежка — χολοστεαρίνη — ράχη — τραχειοβρογχικός — πρόκληση — γλιστεράδα — δυσκολοδιήγητος — εξάμβλωση — τρίβολος — ναζιστής — δοξοπηγή — φυσιολατρία — αμπολιάζω — πρόσληψη — μεγαλοφρόνως — επιφαρμοκοπονός — πολυφορτώνω — απόκλειστος — λαθρόβιος — στορεστής — επαργυρωμένος — εσκεμμένα |
|||