Новогреческий словарь
ολοκληρωτικότητα
ολοκληρωτικότητα
η 1)
тоталитарность
;
2)
тотальность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тоталитарность
? —
ολοκληρωτικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
тотальность
? —
ολοκληρωτικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολοκληρωτικότητα
? — тоталитарность, тотальность
#
(ново)греческий словарь
—
γίγαντας
—
αναγνωρίσιμος
—
τίναγμα
—
κλούφι
—
ξαγκιστρώνω
—
αποκαλύπτομαι
—
συμπορεύομαι
—
μαρέγγα
—
στολή
—
φραγκόπαπας
—
φύρα
—
σαβουρρώνω
—
εκειδά
—
απλόχερος
—
μελλοντολογία
—
σκορπιστός
—
παθολόγος
—
μέτζο
—
Ισλανδός
—
προσκέφαλο
—
τριχίτσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,