|
1) вызываюпшй бурю, шторм; 2) перен. бурный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вызываюпшй бурю? — τρικυμιώδης как на (ново)греческом будет слово шторм? — τρικυμιώδης как на (ново)греческом будет слово бурный? — τρικυμιώδης как с (ново)греческого переводится слово τρικυμιώδης? — вызываюпшй бурю, шторм, бурный — στρατηγός — ανιχνεύω — συμπαρακάθημαι — τοπικισμός — εμπρόθεσμος — εθελοντικότητο — πρατηριούχος — ταυρομάχος — ματαρχινώ — τραμπουκισμός — ευφημία — συναπάντημα — κυτταρογενετική — ουλτιμάτο — χρωμογράφος — συνομοσπονδιακός — πονόδοντος — καούνι — υπεροχή — ευπλαστικός — ακόμπιαστος |
|||