γυναικολόι

формы словаβ
γυναικολόι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово γυναικολόι? —


κυρώνωφαρμακοποσίασαπρότηταχηρεύωκαρπολόγημααρχαϊστίυπόληψηασυνέχιστοςμαντίλαευδαίμοναςβυνοποιώυποδιευθυντήςαισιόδοξοςυπομίσθιοςπαραδείσιοςκαθετηρίασηυπερσυντέλικοςλεπτόγαιοςαποξήρανσηαρτεσιανόςκίνητρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit