|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γυναικολόι? — — κυρώνω — φαρμακοποσία — σαπρότητα — χηρεύω — καρπολόγημα — αρχαϊστί — υπόληψη — ασυνέχιστος — μαντίλα — ευδαίμονας — βυνοποιώ — υποδιευθυντής — αισιόδοξος — υπομίσθιος — παραδείσιος — καθετηρίαση — υπερσυντέλικος — λεπτόγαιος — αποξήρανση — αρτεσιανός — κίνητρο |
|||