|
обожать, боготворить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обожать? — ειδωλοποιώ как на (ново)греческом будет слово боготворить? — ειδωλοποιώ как с (ново)греческого переводится слово ειδωλοποιώ? — обожать, боготворить — χρυσοποικιλτική — καθεαυτό — σεκλετίζομαι — μειονέκτημα — Μογγολία — παγοπέδιλο — διαφανοσκόπηση — αυτοδημιουργία — λουμίνι — αναγεννώμενος — μίμος — δεντροκοπώ — λαφυραγωγημένος — πρωτομαγείρισσα — δροσολογώ — παρεπίτροπος — δαδί — λννοτυπνκός — ανοστίμευτος — κτήτορας — τριχρωματισμός |
|||