|
ο карт. банкомёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банкомёт? — μπαγκαδόρος как с (ново)греческого переводится слово μπαγκαδόρος? — банкомёт — ισλαμικός — πανσλαβισμός — παραβολή — κινάρα — στραβολαιμιάζω — μαζικός — φαινομενικότητα — δεκήτομος — υποχείριο — κολασμός — εκτύπωμα — μεζεδάδικο — γιατσάδα — σβηστήρα — δυσάρεστος — ακληρονόμητος — ελαφρός — δύσφθαρτος — σκυλίτσα — αποκαταστάσιμος — μαϊμουδίστικος |
|||