|
ο пулемётчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пулемётчик? — πολυβολητής как с (ново)греческого переводится слово πολυβολητής? — пулемётчик — μπάκας — πουνέντες — γένωμα — καστανομάλλης — τυποποιούμαι — εδαπά — ξεροψήνω — πληχτικός — ατελής — φιλοπεριέργεια — μπριστόλ — ανοιχτά — τορπιλλίζω — αισθητισμός — τριβή — άνομος — δαιμονοπαθής — αποθλίβω — χρυσοκουρούνα — άκρη — Μογγόλα |
|||