Новогреческий словарь
καρφοβελόνα
καρφοβελόνα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρφοβελόνα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξοπλισμός
—
τυχοδιωκτισμός
—
καλτσάτος
—
καψύλιο
—
εγγειοβελτιωτικός
—
πλύση
—
φεγγαρήσιος
—
σκληραγωγικός
—
ευηλεκτραγωγός
—
ξαναπαθαίνω
—
βαρελάς
—
πολυύμνητος
—
τοκοχρεωλύσιο
—
προστακτικός
—
βουβωνοκήλη
—
επαγωγός
—
σιφονιέρα
—
ισομορφία
—
καμινευτήρας
—
αναπλάθω
—
εξωνημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,