|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρφοβελόνα? — — φιλειρηνικός — πρωτοπλάστης — λαγνεία — ψιψιρίζω — τουφεκιά — διάβηκα — αναίμαχτος — απάντηση — επιμελής — χάρβαλο — αναφυλλητό — επισάττω — αιρεσιάρχης — αμάλωτος — τριακοσαριά — δεσμεύω — πείσμωμα — αουτσάιντερ — μεγαλοφώνως — λεμφικός — ένεδρος |
|||