|
юр. амнистирующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амнистирующий? — αμνηστευτικός как с (ново)греческого переводится слово αμνηστευτικός? — амнистирующий — λιθοξοϊκός — εξηνταρίζω — αψυχιά — σμαραγδόχρους — σκυθρωπάζω — τσεκουριά — καλαπόδι — πτητικότητα — ανήσκιωτος — δερματουργικός — ομιλούμενη — αλαφροκαύκολος — μνημονικός — ευμαρής — άφραγκος — φωτοτυπώ — λυγάω — αποθησαύριση — μεμπτός — βδέλλα — γουρλώνω |
|||