|
спешиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спешиваться? — ξεκαβαλικεύω как с (ново)греческого переводится слово ξεκαβαλικεύω? — спешиваться — λαθεμένα — ρούνοι — ανεμαλαγιά — ποδόλουτρο — μοτόρι — έπεσα — τελαλίζω — αργά — γαλουχούμαι — ιάσμη — σκοπιά — υπεξαγωγή — τυχερά — ραδιοτηλεφωνικός — κύρος — φαρμακόγλωσσα — ιδεάζω — συγκεκλιμένος — πρωτευουσιάνα — γλαυκώδης — πηγάδα |
|||