|
плохо; είμαι (или νοιώθω) ~ — [phrase]мне плохо, я плохо себя чувствую[/phrase]; δέν είναι ~ — неплохо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плохо? — άσχημα как с (ново)греческого переводится слово άσχημα? — плохо — βαθυπράσινος — φανειά — αγγειοχειρουργός — πεντάεδρο — ατρίγυρος — οινοπώλης — αποσπάζω — ανακλώμαι — σαρδελλοβάρελο — ελοσματοειδής — κατοικίζω — αμάγγωτος — παλιούρα — πηλοπατώ — επιπεδόκυρτος — εμπυρέας — αγροικησιά — αντιπερισπώ — αφιλονίκητος — νοσώ — ματιάζω |
|||