|
το άκλ. фетиш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фетиш? — φετίς как с (ново)греческого переводится слово φετίς? — фетиш — ισονέφελος — πατάτα — στοματάκι — ασυνεννοησία — χουλιάρι — ομολογουμένως — σύκινος — σκουλί — νοικάρισσα — υδροπλάνο — δακρυογόνο — αναπηρώ — αβαυκάλιστος — έργο — νεόφυτος — κορεατικά — σίδερο — ετεροφυλόφιλος — αλαφροκέφαλος — αμαστόρευτος — γυμνοκώλης |
|||