|
η ручища; лапа (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ручища? — χερούκλα как на (ново)греческом будет слово лапа? — χερούκλα как с (ново)греческого переводится слово χερούκλα? — ручища, лапа — αυτοδηλητηριάζομαι — σμαρίδα — ρεπανάκι — μέτοικος — αγναντεύω — βηματισμός — αμίαντος — ιερακοτροφία — νεκρομαντείο — συνεργείο — ιπποκόμος — μειωτέος — απώτερος — αντιστάθμιση — ανομοιόμορφος — ακριδοφάγος — μηνίσκος — αλωπεκή — προσγίνομαι — ιχνογράφημα — προφήτισσα |
|||