|
досадовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово досадовать? — ξινίζομαι как с (ново)греческого переводится слово ξινίζομαι? — досадовать — ελάττωση — εικοσιπεντάρια — εμμέθοδος — πολωνέζ — ζήτης — παλαιοελλαδίτης — υδροκλιματολογία — μακιγιαριστής — ωσμόμετρο — ανακτώ — λυριτζής — φασόλα — κατάφωρα — τυχοδιώκτης — γλυκονεραντζιά — νομοτελειακός — απαλλοτριωτικός — διαπρύσιος — ασούβλιστος — πανεπιστημιούπολη — χειλεοπλαστική |
|||