Новогреческий словарь
προπαγανδιστικός
προπαγανδιστικός
пропагандистский
;
~ ελιγμός — пропагандистский манёвр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пропагандистский
? —
προπαγανδιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
προπαγανδιστικός
? — пропагандистский
#
(ново)греческий словарь
—
θαλασσοξακουσμένος
—
καλογερικός
—
φλυαρία
—
δυσηκοϊα
—
αρεός
—
σιωνισμός
—
ποζάτος
—
εμός
—
ιπποτισμός
—
ευυποληψία
—
τυχερή
—
συνιδιοκτήτρια
—
σαπρόφιλα
—
εμπυρευμάτιση
—
στραβώνομαι
—
παγοκολώνα
—
δυσμετακίνητος
—
χρυσόψυχος
—
προστάτρια
—
συμβατικά
—
Θρακιώτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве