|
η 1) стихийное бедствие; 2) гнев божий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стихийное бедствие? — θεομηνία как на (ново)греческом будет слово гнев божий? — θεομηνία как с (ново)греческого переводится слово θεομηνία? — стихийное бедствие, гнев божий — νεροχύτης — αυτοδιορίζομαι — κύφωση — απότιση — νομαρχία — πιτυρίαση — αθεΐστρια — πτερόν — ανακύκλισμα — πηλοβασία — αριστεροσοσιαλιστικός — ναρκισσιστής — παραλληλίζω — δείξις — κορασιά — αγρυκνώ — στριφογύρισμα — ρικνός — καθοδοφωταύγεια — λιθοπελεκητής — εκπήδηση |
|||