|
το 1) калибр; 2) диаметр (трубы и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калибр? — διαμέτρημα как на (ново)греческом будет слово диаметр? — διαμέτρημα как с (ново)греческого переводится слово διαμέτρημα? — калибр, диаметр — ασήκικος — υαλοειδής — πρόοδος — λεμφοκυττάρωση — συρματοποιείο — συγχαίρω — γρατσουνίζω — δικός — ζήση — μπουζού — ενθουσιοσμός — ξηρόπισσα — ανδρολόγος — γεράδα — ρυμοτομικός — προβάλλω — παντρεμένος — δαπανηρός — ελαιοπαραγωγός — μνήμη — καλτσώνω |
|||