|
(-οντος) ο анат. сухожилие; жила (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сухожилие? — τένων как на (ново)греческом будет слово жила? — τένων как с (ново)греческого переводится слово τένων? — сухожилие, жила — θανατοφοβία — πολέμιος — γλυκόνεράντζι — ασυγκόλεστος — αυλακώδης — μπογιά — επιδιώκω — εκατόχρονος — ζέστη — δίκαιο — αμαρκάλιστος — προτσές — αργιλόπλαστος — γυμνοσπέρματος — προσμειδιώ — ψηφοθέτης — ανασταλτικός — αριστερόθεν — μεσουρανίζω — παραστρατίζω — σίγμα |
|||