Новогреческий словарь
αλτρουίστρια
αλτρουίστρια
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλτρουίστρια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποφούρνισμα
—
αλητόπαις
—
υδρόφυτο
—
οινογραφία
—
αυτοσαρκασμός
—
αντιαλκοολικός
—
δρίματα
—
ιδιοκτήτρια
—
καλοκαρδίζω
—
υπερσιβηρικός
—
φούντο
—
γυαλικό
—
μάχομαι
—
αργώ
—
φαγού
—
διάβασμα
—
ξεμαντάλωμα
—
ιερόδουλη
—
αλμευτής
—
βυσσινάδα
—
πειραματιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве