|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλτρουίστρια? — — επωνυμία — πεδούκλα — τσιτσέκι — πρωτεξαδέρφισσα — φραίνωμαι — απαράβλαπτος — μαλακτικό — κινητά — κατασκήνωση — αντίσκομμα — ερεικώδης — αρτόδενδρον — ημιάνοικτος — ἀνάστεμα — πεταλουργία — αναφτος — αντιμετρώ — αρωγός — αίτηση — λαρυγγοσκόπηση — κάφτρα |
|||