|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φιγουρατζίδικο? — — πρωτεύουσα — ρωσικός — ασιατικός — μονομελής — χορταστικός — απόκαρσις — καζανιάζω — αδεξιότητα — μεσημβρινοανατολικός — χασαπόσκυλο — οφθαλμοσκόπιο — ζωϊκότητα — τύλος — ουσιαστικοποιημένος — έτυχα — τακτισμός — ισλανδικός — αεροβάτης — μαστόρια — πυροβόλος — ανεμορούφουλας |
|||