|
η прицеливание, наводка; μέ απ' ευθείας (или μέ άμεση) ~ — прямой наводкой; βάλλω μέ ~ — вести прицельный огонь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прицеливание? — σκόπευση как на (ново)греческом будет слово наводка? — σκόπευση как с (ново)греческого переводится слово σκόπευση? — прицеливание, наводка — εφοδίαση — ισοζυγής — πτυχίο — προπερασμένος — μολυβδασφάλεια — ανταπεργός — φιλέτο — βρογχοσκόπησις — στοιχειό — περίδερμα — αποδεδειγμένος — υποκύπτω — κουμπανία — ανακατονκίζω — απολεσθείς — ευθυντήριος — ιταλικός — ακριβολογία — ξεφύσημα — Μανουσάκης — δίστομος |
|||