|
ο столетний старик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столетний старик? — εκατοχρονίτης как с (ново)греческого переводится слово εκατοχρονίτης? — столетний старик — ευμαρής — γλυκοχαιρέτισμα — καθέκαστα — μεταλλουργός — νοήμων — κέρας — καμπαρντίνα — επιχαλυβώνω — νοσηλεία — μπόλ — προσπελασιμότητα — αυτοπεριφρονούμαι — ηλεκτροθεραπευτικός — γνεθολογώ — μεταλλόκραμα — μεσοούρανα — γλωσσοφάγωμα — πολύπλευρος — τυροποίηση — κεδρόμηλο — προσονάχωμα |
|||