διαξιφιστ|ής

формы словаβ
διαξιφιστ|ής
ο 1) фехтовальщик;
2) полемист



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово фехтовальщик? — διαξιφιστής
как на (ново)греческом будет слово полемист? — διαξιφιστής
как с (ново)греческого переводится слово διαξιφιστής? — фехтовальщик, полемист


συνεχίζομαικαζαντζήςεμπυάζωαδύνατοςδεκατριπλάσιοςανθρωποσφαγείογοργοθάνατοςυδροδοτούμαικίναακόσσιτοςνερόμυλοςμεταθέσιμοςλαμπαδοστάτηςκαληνύχτισμααναμάζωμαπολυύμνητοςμύτοςπερισώζωσκυρόστρωσηγεναριάτικοςαλειμματιάρης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit