|
ο 1) фехтовальщик; 2) полемист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фехтовальщик? — διαξιφιστής как на (ново)греческом будет слово полемист? — διαξιφιστής как с (ново)греческого переводится слово διαξιφιστής? — фехтовальщик, полемист — συνεχίζομαι — καζαντζής — εμπυάζω — αδύνατος — δεκατριπλάσιος — ανθρωποσφαγείο — γοργοθάνατος — υδροδοτούμαι — κίνα — ακόσσιτος — νερόμυλος — μεταθέσιμος — λαμπαδοστάτης — καληνύχτισμα — αναμάζωμα — πολυύμνητος — μύτος — περισώζω — σκυρόστρωση — γεναριάτικος — αλειμματιάρης |
|||