|
измерять уровнем (наклон плоскости) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово измерять уровнем? — αεροσταθμώ как с (ново)греческого переводится слово αεροσταθμώ? — измерять уровнем — μυρισμένος — αγαπημός — συνετμήθην — ευσεβής — στρατιωτικός — λιγνύς — υφεκατόλιτρο — αποσώζω — Μεξικάνή — Κιργισία — σκαμπάζω — αμαξόθυρα — μαγουλάς — τοκολόγιο — μόλα — εργασμένος — προσωποποιία — οπλομάχος — μισοανοιχτός — προεμπειρικός — έμπνευση |
|||