Новогреческий словарь
επισκήπτω
επισκήπτω
(αόρ. επέσκηψα) прям., перен.
обрушиваться
;
επέσκηψε βαρύς χειμώνας — [phrase]наступила суровая зима[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обрушиваться
? —
επισκήπτω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισκήπτω
? — обрушиваться
#
(ново)греческий словарь
—
δυσβάσταχτος
—
αιτιολογώ
—
αρμονικά
—
ξεμυγιαστήρι
—
σύχλιος
—
θεοσκότεινος
—
απαράγραπτο
—
ωστόσο
—
διαπλανητικός
—
μοναξιά
—
πρόστριψη
—
φυσιοκρατικός
—
προεκβολή
—
ενθουσιώδης
—
συγκεκριμενοποιώ
—
σοκολατύς
—
διώκομαι
—
μυτιλοτροφία
—
αναγκαίος
—
πρωτοτοκία
—
αποσυνθετικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве