|
единоутробный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единоутробный? — ομομήτριος как с (ново)греческого переводится слово ομομήτριος? — единоутробный — Αλγερίνη — βλεφαρίτιδα — αιμοφιλικός — ποστάλι — φιλομαθής — ιαπωνιστί — εξαπατώ — ανανεωμένος — μαρουλοφυλλο — ιγνυακός — οστριασιρόκος — τυποκλόπος — ρακέτα — διασάλπιση — διαπορθμεύω — υπηρεσία — ασφαλτώνω — θρυλώ — δρόγγος — ανήθικα — ευρέτης |
|||