Новогреческий словарь
αποναρκώνω
αποναρκώνω
1) прям., перен.
усыплять
;
2)
наркотизировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
усыплять
? —
αποναρκώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
наркотизировать
? —
αποναρκώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποναρκώνω
? — усыплять, наркотизировать
#
(ново)греческий словарь
—
τεμπεσίρι
—
ομοιοθερμία
—
συμμάχομαι
—
γλυκάκιας
—
ξεφτίζω
—
ωτοκόπωση
—
κλεφτοφάναρο
—
εκλήθη
—
απελευθερώτρια
—
αχυροκαλύβα
—
εγγράφως
—
βόχα
—
επωμίδιον
—
ασπροσέντονο
—
μελίγονο
—
ανεξομολόγητος
—
ξαστοχαίνω
—
επιδοκιμάζω
—
παρηγορήτρα
—
απορριμματοφόρος
—
μέτωρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,