|
1) прям., перен. усыплять; 2) наркотизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усыплять? — αποναρκώνω как на (ново)греческом будет слово наркотизировать? — αποναρκώνω как с (ново)греческого переводится слово αποναρκώνω? — усыплять, наркотизировать — ασόδιαστος — υπηρεσιακός — ευρωπαίος — εγγλέζικος — κουτσουρεύω — σκουπόξυλο — εργοδότις — αλιάνιστος — μετανεωτερικότητα — φηρίκι — παραπικραίνω — μαναβέλλα — αυτοκρατορικώς — κάλιο — αδενώδης — υδρομετρία — έγχυση — φωτοσύνθεση — παραδειγματισμός — γολιάθ — βόγγητό |
|||